αία — Ομηρική λέξη που σημαίνει γη, χώρα, πατρίδα, αλλά αποτέλεσε και τοπωνύμιο κατά την αρχαιότητα. 1. Μυθική χώρα πέρα από τον Εύξεινο Πόντο, που χώριζε το βορειοανατολικό τμήμα της Ευρώπης από το βορειοδυτικό τμήμα της Ασίας. Η μυθική Α. ήταν κράτος … Dictionary of Greek
ακτή — Ζώνη ξηράς, που βρίσκεται στο όριο επαφής μεταξύ στεριάς και υδάτινων, ωκεάνιων ή θαλάσσιων μαζών. Οι α. δεν αποτελούν ένα γραμμικό όριο μεταξύ των δύο στοιχείων, αλλά τη ζώνη της αμοιβαίας επίδρασής τους και κυρίως του νερού πάνω στη στεριά… … Dictionary of Greek
γαλαδερφός — ή αυτός που έχει θηλάσει γάλα από την ίδια γυναίκα με κάποιον άλλο (το παιδί τής τροφού και το ξένο, το οποίο θήλασε απ αυτήν) … Dictionary of Greek
επιγουνίδιος — ἐπιγουνίδιος, ον (Α) [επιγουνίς] (για βρέφος) αυτός που κάθεται πάνω στα γόνατα τής μητέρας, τής τροφού κ.λπ … Dictionary of Greek
κρομμυών — Αρχαία πόλη της Κορινθίας. Βρισκόταν κοντά στον Ισθμό, στην παραλία του Σαρωνικού. Ανήκε στη Μεγαρίδα και αργότερα στην Κορινθία. Σώζονται ακόμα ερείπιά της, γνωστά ως Κάστρο, κοντά στον οικισμό Άγιοι Θεόδωροι. Σύμφωνα με τη μυθολογία, ένας… … Dictionary of Greek
κρότος — I Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 420 μ., 120 κάτ.) στην πρώην επαρχία Καινουργίου του νομού Ηρακλείου. Βρίσκεται στο νότιο τμήμα του νομού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Γόρτυνας. II Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν γιος του Πάνα και της Ευφήμης, τροφού των… … Dictionary of Greek
ομογάλακτος — η, ο (Α ὁμογάλακτος, ον) αυτός που θήλασε το ίδιο γάλα με κάποιον άλλο, κυρίως αυτός που τράφηκε με το γάλα ξένης τροφού παράλληλα με το τέκνο της. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο) * + γάλακτος (< γάλα, ακτος), πρβλ. πολυ γάλακτος] … Dictionary of Greek
τιθηνός — όν, Α [τιθήνη] 1. αυτός που έχει αναλάβει την ανατροφή μικρού παιδιού, τροφός 2. αυτός που δέχεται τις περιποιήσεις τού ή τής τροφού, ο γαλουχούμενος («παῑδα τιθηνόν», επιγρ.) 3. το αρσ. ως ουσ. ὁ τιθηνός άτομο που ασχολείται με την ανατροφή… … Dictionary of Greek
τροφεία — (I) ἡ, Α [τροφεύω] η υπηρεσία και το επάγγελμα τής τροφού. (II) τα / τροφεῑα, ΝΑ, και σπάν. τ. εν. τροφεῑον, τὸ, Α αμοιβή, συνήθως χρηματική, που δίνεται στον τροφέα ή στην τροφό νεοελλ. τα έξοδα διατροφής αρχ. 1. φορβή ζώων 2. (στον εν.) α) ο… … Dictionary of Greek
υπότροφος — η, ο / ὑπότροφος, ον, ΝΑ, θηλ. και ος Ν [ὑποτρέφω] νεοελλ. (για σπουδαστές) αυτός που σπουδάζει με δαπάνες άλλου, συνήθως ιδρύματος ή κρατικού οργανισμού αρχ. 1. αυτός που έχει τραφεί με θηλασμό 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ ὑπότροφος η βοηθός τής τροφού … Dictionary of Greek